- παραβλύζω
- παραβλύζω,A spirt out, disgorge, π. τὸ περιττὸν [τοῦ οἴνου] Anon. ap. Suid.: c. gen. partit.,
π. τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνῳ Philostr.Im.1.22
;κραιπάλης Eun.VSp.462
B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
π. τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνῳ Philostr.Im.1.22
;κραιπάλης Eun.VSp.462
B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραβλύζω — Α αποπτύω, εξεμώ, βγάζω από το στόμα («παραβλύζειν τοῡ οἴνου ἐν τῷ ὕπνω», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βλύζω «κοχλάζω, πλημμυρίζω»] … Dictionary of Greek
παραβλυζόντων — παραβλύζω spirt out pres part act masc/neut gen pl παραβλύζω spirt out pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβλύζων — παραβλύζω spirt out pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβλύσας — παραβλύσᾱς , παραβλύζω spirt out aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)